υποθρύπτομαι

υποθρύπτομαι
και σπάν. ενεργ
τ. ὑποθρύπτω Α
1. είμαι κάπως τρυφηλός ή θηλυπρεπής
2. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός
3. ενεργ. (κυρίως στη φρ.) «ὑποθρύπτω ἑαυτόν» — ατονώ, εξαντλούμαι (Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θρύπτομαι «γίνομαι μαλθακός, τρυφηλός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπεθρύφθην — ὑποθρύπτομαι to be nerveless plup ind mp 3rd dual ὑποθρύπτομαι to be nerveless aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὑποθρύπτομαι to be nerveless aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθρυπτομένης — ὑποθρύπτομαι to be nerveless pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθρύπτων — ὑποθρύπτομαι to be nerveless pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτεθρυμμένου — ὑποθρύπτομαι to be nerveless perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”