- υποθρύπτομαι
- και σπάν. ενεργτ. ὑποθρύπτω Α1. είμαι κάπως τρυφηλός ή θηλυπρεπής2. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός3. ενεργ. (κυρίως στη φρ.) «ὑποθρύπτω ἑαυτόν» — ατονώ, εξαντλούμαι (Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θρύπτομαι «γίνομαι μαλθακός, τρυφηλός»].
Dictionary of Greek. 2013.